- κελαινόβρωτος
- κελαινόβρωτος, -ον (Α)αυτός που είναι μαύρος και γεμάτος αίματα όταν τόν τρώει κάποιος («κελαινόβρωτον δ' ἧπαρ ἐκθοινάσεται», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + -βρωτός (< βρωτός < βιβρώσκω), πρβλ. θηρό-βρωτος, πυρί-βρωτος].
Dictionary of Greek. 2013.